- Μελβούρνη
- η г. Мельбурн
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Μελβούρνη — (Melbourne). Πόλη (3.417.200 κάτ. το 1999) της νοτιοανατολικής Αυστραλίας, πρωτεύουσα της ομόσπονδης πολιτείας της Βικτόρια (227.420 τ. χλμ., 4.888.200 κάτ. το 2002). Εκτείνεται στις όχθες του ποταμού Γιάρα, σε απόσταση λίγων χιλιομέτρων από τις… … Dictionary of Greek
Αυστραλία — Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό και τον Ειρηνικό ωκεανό, που περιλαμβάνει την ομώνυμη μεγάλη νήσο του νότιου Ειρηνικού (λόγω του μεγέθους θεωρείται ηπειρωτικό έδαφος), την Τασμανία και άλλα νησιά.Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό… … Dictionary of Greek
Βικτόρια — I (Alexandrina Victoria, Λονδίνο 1819 – 1901).Βασίλισσα του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και Βόρειας Ιρλανδίας (1837 1901) και αυτοκράτειρα των Ινδιών (1876 1901). Κόρη του Εδουάρδου, δούκα του Κεντ, τέταρτου γιου του Γεωργίου Γ’ και… … Dictionary of Greek
αεροναυτική — Σύνολο πειραματικών δεδομένων, τεχνικών εφαρμογών και ποικίλων δραστηριοτήτων, οι οποίες συνδέονται με τις συνθήκες που επιτρέπουν στον άνθρωπο να μετακινείται μέσα στη γήινη ατμόσφαιρα με συσκευές που κατασκευάζονται γι’ αυτό τον σκοπό. Τo… … Dictionary of Greek
χαβασίτης — Ορυκτό που ανήκει στην ομάδα των ζεολίθων, ένυδρο, πυριτικό ασβεσταργίλιο, με χημικό τύπο CaAl2Si 4O12.6H2O. Στη φύση απαντά σε ρομβοεδρικούς ημιεδρικούς κρυστάλλους του εξαγωνικού κρυσταλλικού συστήματος. Οι κρύσταλλοι είναι συνενωμένοι σε… … Dictionary of Greek
Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων — (ΑΠΕ). Ανώνυμη εταιρεία, με έδρα την Αθήνα, που έχει ως αντικείμενο τη «συλλογή, επεξεργασία και αξιολόγηση εσωτερικών και διεθνών ειδήσεων, φωτογραφιών καθώς και ραδιοφωνικού και τηλεοπτικού υλικού και τη διανομή τους στα ΜΜΕ». Διατηρεί πλήρη… … Dictionary of Greek
Αλεξάντερ, Σάμιουελ — (Samuel Alexander, 1859 – 1938). Άγγλος φιλόσοφος, από το Σίδνεϊ της Αυστραλίας. Σπούδασε στη Μελβούρνη, την Οξφόρδη και τη Γερμανία. Διετέλεσε καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Βικτορίας του Μάντσεστερ, από το 1893 έως το 1924. Η φιλοσοφία του, μια… … Dictionary of Greek
Αραπάκης, Πέτρος — (Χαριά Μάνης 1879 – Ατλαντικός 1911). Θαλασσοπόρος, εγγονός του αγωνιστή του 1821 Ηλία Αραπάκη. Πήρε μέρος σε πολλές ριψοκίνδυνες θαλασσοπορίες. Τον Μάιο του 1910, μαζί με τον Άγγλο Τζον Μπλέιθ, απέπλευσε από τη Μελβούρνη της Αυστραλίας με το… … Dictionary of Greek
Αυστραλίας, Ιερή Αρχιεπισκοπή — Ιδρύθηκε το 1924 ως μητρόπολη Αυστραλίας και Νέας Ζηλανδίας. Το 1959 έγινε αρχιεπισκοπή, ενώ από το 1970 αποσπάστηκε η Νέα Ζηλανδία και αποτελεί ξεχωριστή μητρόπολη. Έχει έδρα το Σίδνεϊ και ο αρχιεπίσκοπος Αυστραλίας φέρει και τον τίτλο του… … Dictionary of Greek
Ειρηνικός ωκεανός — (αγγλ. Pacific Ocean). Θαλάσσια έκταση (166.000.000 τ. χλμ, 180 εκατ. τ. χλμ. μαζί με τις εσωτερικές συνεχόμενες θάλασσες) που εκτείνεται από τις αρκτικές έως τις ανταρκτικές περιοχές. Είναι ο μεγαλύτερος σε βάθος και έκταση ωκεανός της υδρογείου … Dictionary of Greek
επικοινωνίας, οδοί — Κατευθυντήριες που ακολουθεί ο άνθρωπος στις μετακινήσεις του. Είναι δυνατόν να είναι χερσαίες (οδικές και σιδηροδρομικές), ποτάμιες ή σε πλωτές διώρυγες, λιμναίες, θαλάσσιες και εναέριες. Ο άνθρωπος επεμβαίνει με την εργασία του μόνο σε ό,τι… … Dictionary of Greek